
Coffee & Games 13.09.2025:
Έλα Τάκη έχεις δίκιο σας έχω σπάσει τα @@ με το The Last of Us, αλλά τι να κάνω; Εγώ φταίω; Αφού μιλάμε για “ποίημα” εδώ. Καλά, καλά. Δύο ποιήματα. Το ένα καλύτερο από το άλλο. Την προηγούμενη φορά, έλεγα ότι τα έχω πει στο blog σε παλαιότερο κείμενο. Ανακάλυψα όμως στο edit του άρθρου ότι σε αυτά τα παλαιότερα κείμενα που αναφερόμουν δεν έχω πει σχεδόν τίποτα. “Τίποτα” όταν λέω εννοώ ότι δεν έχω γράψει για τις τελικές σκέψεις μου πάνω σε αυτά τα games. Μπορείς να δεις το προηγούμενο κείμενο ως ένα mini review για τις επανεκδόσεις. Μπορείς να δεις τα παλιά κείμενα ως κάποιες σκόρπιες πρώτες σκέψεις για μία σειρά που τελείωσα τότε για πρώτη φορά. Αυτό το κείμενο όμως, το οποίο είναι και το τελικό – για την ώρα τουλάχιστον – μπορείς να το δεις ως κάτι που θα αναφέρω γενικώς τις απόψεις μου για τους δύο αυτούς τίτλους. Ως εκ τούτου ετοιμάσου για πολλά spoilers.
Αν και παίζει να χάσω τον έναν από εσάς τους εφτά που με διαβάζετε, θα σας έλεγα να πάτε να τα παίξετε αν δεν τα έχετε παίξει, και μετά να έρθετε να διαβάσετε το κείμενο. Ειδικά όταν θα πιάσω το δεύτερο game. OK, και στο πρώτο αυτό που γίνεται κατά το τέλος είναι μεγάλο, αλλά νομίζω ότι το δεύτερο game είναι αυτό που πραγματικά δεν πρέπει να σου πει κανένας τίποτα για να το απολαύσεις όπως του πρέπει.
Πάμε στο πρώτο The Last of Us λοιπόν. Πάμε να δούμε το πως ένας “Xboxάκιας” κατάφερε για ακόμα μία φορά να δει πέραν των “στρατοπέδων”, πέραν των “οπαδικών”, πέραν “της ομάδας”, και να βάλει την Naughty Dog στο πάνθεον των studios αυτής της βιομηχανίας. Ας αρχίσω όμως από τα άσκημα για να τα βγάλουμε από τη μέση. Το πρώτο The Last of Us δεν είναι και πολύ καλό game αν το δεις καθαρά και μόνο στο gameplay του. Είναι ένα “μετριοκαλό” survival horror, που δεν κάνει όμως πολλά βήματα για την κατηγορία, και θα μπορούσα να πω ότι δεν ήταν καλό σε αυτόν τον τομέα ούτε και όταν βγήκε. Υπήρχαν άλλοι τίτλοι σαν τότε που έκαναν κάποια πράγματα αρκετά καλύτερα. Αυτό όμως δε σταμάτησε το game από το να μείνει στις καρδιές όλων όσων το έπαιξαν για έναν λόγο και μόνο, και αυτός είναι το σενάριο του.

Το πρώτο The Last of Us είναι ένας τίτλος που δεν υπάρχει απλά για να σε βάλει εναντίον κάποιων τεράτων ή κάποιων ανθρώπων. Είναι ένας τίτλος που θέλει να πει μία ανθρώπινη ιστορία. Όπως όλες οι ανθρώπινες ιστορίες, αυτή δεν έχει καλούς και κακούς. Σίγουρα έχει έναν πρωταγωνιστή, αλλά αυτός δεν είναι απαραίτητα αυτό που θα πεις “καλός άνθρωπος”. Σίγουρα δεν είναι ο “ήρωας” ακόμα και μέσα στην ίδια του την ιστορία. Αλλά ας τα πιάσουμε από την αρχή. Το πρώτο The Last of Us, όπως έχει πει και δημιουργός του πολλές φορές, είναι μία ιστορία αγάπης. Αγάπης όμως έτσι όπως λίγες φορές την έχουμε δει στο μέσο των videogames. Η αγάπη ενός γονιού προς το παιδί του, και το αντίθετο. Αυτό δεν είναι κάτι το ερωτικό. Δεν έχει να κάνει με την κλασική νόρμα των ιστοριών αυτών. Και όπως κάθε ανθρώπινη ιστορία αρχίζει με κάτι το τραγικό. Κάτι που ακόμα και γονιός να μην είσαι – όπως εγώ ας πούμε – θα σου γα*ήσει την ψυχούλα. Γιατί ο χαμός ενός παιδιού στα χέρια του πατέρα του, ειδικά όταν εσύ ελέγχεις αυτόν τον πατέρα, δεν μπορεί παρά να σου γαμ*σει την ψυχή. Δεν ξέρω. Ίσως εγώ να είμαι πολύ ευαίσθητος. Αυτό όμως που βιώνεις ως παίκτης τα πρώτα λεπτά του τίτλου είναι κάτι που θα μου μείνει για πάντα στο μυαλό. Είναι κάτι που ίσως αν είχα παιδιά δε θα μπορούσα να ξεπεράσω. Είναι κάτι που στήνει τον “ήρωα” μας καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Στήνει τον κόσμο μέσα στον οποίο θα περάσουμε τις επόμενες ώρες μας καλύτερα από πολλές άλλες ιστορίες. Σου δίνει να καταλάβεις ότι εδώ δεν έχουμε την “b-moviα” των Resident Evil. Δεν έχουμε το μεταφυσικό των Silent Hill. Έχουμε έναν πραγματικό κόσμο, που σε αυτόν υπάρχουν πράξεις, και αυτές οι πράξεις έχουν συνέπειες για όποιον τις κάνει.
Με αυτό περνάμε μέσα στην Αποκάλυψη. Συγκεκριμένα τόσο μέσα, όπου υπάρχουν γενιές παιδιών που δεν έχουν δει ή ζήσει τον κόσμο που εσύ και εγώ ξέρουμε. Ένα τέτοιο παιδί είναι και ο δεύτερος χαρακτήρας μας. Ένα παιδί που έχει μεγαλώσει μέσα στον κίνδυνο του ότι αυτή η μέρα μπορεί πολύ εύκολα να είναι η τελευταία σου. Ένα παιδί που δεν ξέρει τι θα πει ξεγνοιασιά. Δεν ξέρει τι θα πει παιδική ηλικία. Δεν ξέρει τι θα πει ασφάλεια. Και έτσι έρχεται και δένει το δίδυμο. Ένας πατέρας που έχασε το παιδί του, και μία κόρη που δεν είχε ποτέ οικογένεια. Αυτό είναι κάτι που ίσως δεν έχουμε δει ποτέ σαν βασική ιστορία στα videogames. Από μόνο του δε λέει κάτι όμως. Θα μπορούσαν οι άνθρωποι στη Naughty Dog να “κάψουν” αυτό το “χαρτί” και να μείνουν απλά σε αυτό το επιφανειακό επίπεδο. Το πάνε όμως πολλά βήματα παρακάτω, και αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που κάνει το πρώτο The Last of Us έναν τίτλο που δεν ξεχνιέται εύκολα, παρόλο που δεν έχει και τόσο καλό gameplay, όπως είπα και πριν.
Το ταξίδι σε βάζει στη θέση του Joel λοιπόν, και οι δημιουργοί σε κάνουν ώρα με την ώρα, κεφάλαιο με το κεφάλαιο, και πόλη με την πόλη να νοιάζεσαι για την Ellie όλο και πιο πολύ. Δεν κάνουν μόνο τον Joel στο σενάριο να αλλάζει την στάση του προς το “εμπόρευμα” όπως απλά την βλέπει στην αρχή. Κάνουν και εσένα σαν παίχτη να νοιάζεσαι για την Ellie. Έχουν περάσει τόσο όμορφα το ότι αυτοί οι δύο χαρακτήρες ανοίγονται ο ένας στον άλλον, και μαζί τους ανοίγεσαι και εσύ προς αυτούς. Μέσω των περιπετειών τους, μέσω των συνομιλιών που έχουν μεταξύ τους, αλλά και με τους τρίτους χαρακτήρες που βρίσκουν σε αυτό το ταξίδι, καταλαβαίνεις όλο και πιο πολύ γιατί ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον. Στο σημείο που το game σου δίνει να χειρίζεσαι την Ellie – μετά από αυτό που έχει συμβεί στον Joel – εμένα μου πέρασε ένα μικρό άγχος για το τι έγινε τελικά με τον Joel. Είναι ζωντανός; Πού είναι; Τι κάνει η Ellie μόνη της μέσα στο δάσος; Γιατί κυνηγάει το ελάφι; Και τελικά τι θα γίνει όταν ο χαρακτήρας που βρίσκει σε αυτό το κεφάλαιο δείχνει τα πραγματικά του “χρώματα”;

Εκεί νομίζω ότι είναι και το σημείο καμπής για τους δύο πρωταγωνιστές. Είναι το σημείο που και η Ellie αρχίζει να βλέπει τον Joel ως γονική φιγούρα, αν όχι σαν πατέρα της ακόμα, και ο Joel βλέπει την Ellie σίγουρα σαν κόρη του. Και νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό όταν πια την αποκαλεί “baby girl”. Εκεί πια ο χαρακτήρας αυτός έχει ανοίξει. Έχει δει όλα αυτά που έχει δει σε αυτό το ταξίδι, και ξέρει ότι το κορίτσι που έχει μπροστά του το αγαπά όπως την χαμένη του κόρη. Όχι ότι ποτέ η μία θα αντικαταστήσει την άλλη, απλά η Ellie έρχεται να πάρει όλη την αγάπη που είχε αυτός ο πατέρας μέσα του και τελικά δεν μπόρεσε να τη δώσει στη Sarah γιατί του την “πήραν” από κοντά του πολύ νωρίς.
Κοίτα, αυτή είναι μία πολύ γενική τοποθέτηση των συναισθημάτων και των σκέψεων που με έκανε να έχω το πρώτο The Last of Us μέχρι εκείνο το σημείο. Σίγουρα θα μπορούσα να μιλήσω πιο αναλυτικά για τον κάθε χαρακτήρα που οι δύο πρωταγωνιστές βρίσκουν στον δρόμο τους. Θα μπορούσα να μιλήσω για το τι προσφέρει ο καθένας από αυτούς στο να οδηγηθεί η σχέση του Joel και της Ellie εκεί που οδηγήθηκε, αλλά νομίζω ότι και άλλες τόσες λέξεις να έγραφα, πάλι δε θα τελείωνα. Οπότε πάμε στην τελική πράξη, και αυτή που κάνει το όλο ταξίδι να μοιάζει με “ποίημα” όπως είπα και πριν. Για κάποιο λόγο θυμάμαι στο remaster του PlayStation 4 – την πρώτη φορά που είδα το game δηλαδή – ότι η Marlene λέει αυτολεξεί ότι η θεραπεία είναι 50/50 να πετύχει. Θυμάμαι να λέει στον Joel ότι μπορεί ο θάνατος της Ellie να είναι μάταιος. Κάτι τέτοιο δεν είδα στο Part 1, το remake δηλαδή του πρώτου τίτλου. Το έψαξα, και είδα ότι τελικά τα λόγια δεν έχουν αλλάξει καθόλου, έχουν αλλάξει όμως κάπως το πως τα λέει η χαρακτήρας. Δεν ξέρω, μπορεί να κατάλαβα και λάθος. Για εμένα όμως, την πρώτη φορά που τελείωσα αυτό το game μου έμεινε η εντύπωση ότι η θεραπεία που θα βοηθούσε η Ellie να βρεθεί, μπορεί και να μη βρίσκονταν ποτέ και το κορίτσι να πέθαινε άδικα. Γι’ αυτό έδινα πάντα ένα μικρό δίκαιο στον Joel.
Δεν ξέρω τελικά όμως. Κάποιες μέρες καταλαβαίνω τον Joel και είμαι μαζί του. Κάποιες μέρες καταλαβαίνω την Ellie και είμαι μαζί της. Κάποιες μέρες σκέφτομαι την ανθρωπότητα και το τι μπορεί ο Joel να της στέρησε και είμαι εναντίον του Joel. Αυτές τις μέρες αν περάσει από το μυαλό μου και το ότι είπε ψέματα στην Ellie, είμαι ακόμα πιο πολύ εναντίον της πράξης του. Τι θα έκανα όμως αν ήμουν στη θέση του; Δε γνωρίζω. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αφήσω το παιδί μου να πεθάνει στα χέρια κάποιου απλά και μόνο γιατί μπορεί να έβρισκε την σωτηρία της ανθρωπότητας. Πλέον όμως ας μιλήσω όπως θέλει και η σειρά. Πλέον δεν έχουμε “μπορεί”, ο Joel όντως πήρε από την ανθρωπότητα την ίσως μοναδική ευκαιρία για να φτιάξει κάτι σαν απάντηση στην απειλή των cordyceps. Εδώ όμως είναι που το “ποίημα” τελειώνει όπως του πρέπει. Έχουμε τον τραγικό μας ήρωα ο οποίος έχει στερηθεί την εξ αίματος κόρη του, έχει στερηθεί την οικογένειά του, και έχει στερήσει από τον κόσμο το “όπλο” που θα σταματήσει την Αποκάλυψη γιατί πιστεύει ότι κάνει κάτι καλό για την θετή του κόρη. Τελικώς, έρχεται στη θέση να στερήσει και από την θετή του κόρη τον λόγο για τον οποίο η ίδια πίστευε ότι είναι ο λόγος ύπαρξης της σε αυτή τη ζωή. Και εδώ έρχεται να στερήσει ακόμα κάτι, την αλήθεια από αυτό το κορίτσι. Μία αλήθεια όμως που το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να χαλάσει την σχέση τους στην καλύτερη, να την κάνει να πάει πίσω στους Fireflies στη χειρότερη. Εσύ τι θα έκανες στη θέση του όμως; Αυτό είναι κάτι που σκέφτομαι ξανά και ξανά και δε βγάζω άκρη. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δε θα σου πω ψέματα, στην αρχή ήμουν εναντίον του. Ακόμα και όταν πίστευα ότι η θεραπεία είναι 50/50 να πετύχει. Σκεφτόμουν ότι ο Joel είναι τόσο εγωιστής που για να σώσει την “κόρη του” καταδίκασε όλη την ανθρωπότητα, αλλά πλέον δεν ξέρω… Είναι με τις μέρες μου, και νομίζω ότι αυτό είναι και η μεγάλη επιτυχία του πρώτου The Last of Us. Τελικά μήπως παίζαμε με τον “κακό” της υπόθεσης και δεν το γνωρίζαμε;

Εδώ κάπου αρχίζει το δεύτερο game. Και, OMG, έχω τόσα πολλά να πω γι’ αυτό. Καταρχάς έχουμε το σενάριο σχεδόν δοσμένο με μαεστρία. Είναι τόσο καλά τα “πίσω και μπροστά” στην πλοκή, που πραγματικά νιώθω ότι αν τα δεις όπως έγιναν χρονικά είναι σαν να χάνεις τη μισή πλοκή. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που με κάνουν να αναρωτιέμαι γιατί έκανε η Naughty Dog την κίνηση να τα δώσει σε όποιον θέλει να παίξει τα γεγονότα σε χρονική σειρά στον τελευταίο update του τίτλου… Τέλος πάντων, ας πάμε στο πως τα βιώνει κάποιος που παίζει το game για πρώτη φορά όμως.
Βλέπεις τη ζωή των δύο πρωταγωνιστών αρκετά χρόνια μετά, και όπως μάθουμε παρακάτω βλέπεις τη ζωή και κάποιων ανθρώπων που αυτοί οι πρωταγωνιστές επηρέασαν. Και εκεί είναι η πρώτη μεγάλη κίνηση από τους δημιουργούς. Όταν φτάνει η σκηνή να για τον θάνατο του Joel, δε γνωρίζεις ποιοι είναι αυτοί, δε γνωρίζεις γιατί το κάνουν. Το ότι το κάνουν όμως σου δημιουργεί το αίσθημα του μίσους γι’ αυτούς. Θέλεις να πάρεις εκδίκηση, και αυτό είναι το κεντρικό θέμα του δεύτερου τίτλου. Η εκδίκηση και το τι αυτή φέρνει. Μπαίνεις σε αυτόν τον δρόμο από τις πρώτες ώρες που θα παίξεις με την Ellie, και το game σε φέρνει σε τέτοιο στάδιο που θες να το κάνεις. Θέλεις να πάρεις εκδίκηση για το θάνατο του Joel. Και αυτό που τα κάνει όλα χειρότερα μέσα στο μυαλό σου – και ίσως ο τρόπος να “παίξει” ο δημιουργός μαζί σου – είναι το ότι σου δίνει μέσα στη βασική πλοκή και όλα τα flashbacks. Σε κάνει να αγαπήσεις τον Joel πιο πολύ. Σε κάνει να θες να σκοτώσεις κάθε Wolf που θα βρεις μπροστά σου, πόσο μάλλον τον “παρεάκι” της Abby. Όταν αυτοί αρχίζουν και πεθαίνουν ένας – ένας – κάποιοι από τα χέρια σου, κάποιοι άλλοι όχι – νιώθεις την ικανοποίηση της εκδίκησης. Νιώθεις ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνεις, και δεν πρέπει να νιώθεις καθόλου τύψεις γι’ αυτούς τους ανθρώπους που πήραν τον Joel μακριά από την Ellie.
Κάπου εκεί έρχονται όμως και τα flashbacks με το ότι η Ellie έμαθε τελικά το ψέμα που της είπε ο Joel στο τέλος του πρώτου τίτλου. Κάπου εκεί είναι που εγώ το έχασα λιγάκι. Γιατί OK, ο Joel είναι ο Joel. Είναι ένας χαρακτήρας που η Ellie έχει ως πατέρα και αγαπά. Γιατί όμως είναι τόσο αποφασισμένη να πάρει εκδίκηση; Γιατί δεν κάνει ποτέ πίσω; Ούτε ακόμα και όταν μαθαίνει ότι η Dina είναι έγκυος. Και αυτό είναι κάτι που θα μάθεις πολύ παρακάτω ως παίκτης αυτής της ιστορίας. Γιατί; Γιατί αυτή τη στιγμή το game στα αλλάζει όλα, και σου δίνει τον έλεγχο της άλλης πλευράς. Ήρθε η ώρα να καταλάβεις ακόμα παραπάνω ότι σε αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Δεν υπάρχουν heroes και villains. Όλοι είναι ήρωες στη δική τους ιστορία, και όλοι έχουν κάποιον κακό απέναντι τους, που μπορεί να νιώθει ήρωας στη δική του ιστορία.

Εμένα προσωπικά ο τίτλος κάπου εδώ με έκανε να νιώθω τύψεις για ότι έκανα στους Wolfs. Δεν είναι μόνο ότι υπάρχει κάποια αιτία που ώθησε αυτούς τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που κάνουν, είναι ότι τους μαθαίνεις και καταλαβαίνεις ότι δεν είναι τα τέρατα που νόμιζες. Ίσως λίγο να το παρακάνει ο δημιουργός; Ίσως, τι να σου πω. Ίσως να παρακάνει “κακούς” την “δική μας” ομάδα, και να παρακάνει “καλούς” την “άλλη” ομάδα. Όμως αυτές οι δύο λέξεις είναι σε εισαγωγικά γιατί πολύ απλά νομίζω ότι αυτό που τελικά θέλει να πει είναι ότι δεν υπάρχει “δική μας” και “άλλη” ομάδα. Όλοι προσπαθούν να ζήσουν σε αυτόν τον κόσμο, και οι πράξεις κάποιου μπορεί – και τις περισσότερες φορές σίγουρα θα το κάνουν – να έχουν αντίκτυπο. Αντίκτυπο και στη ζωή κάποιου άλλου, αλλά και στη δική του. Για κάθε σου απόφαση, θα υπάρξει και μία αντίδραση από αυτόν τον κόσμο. Άλλοτε καλή, άλλοτε κακή. Εδώ να αναφέρω το μόνο κακό που βρίσκω στο σενάριο του The Last of Us Part 2, και αυτό έχει να κάνει με το πόσο εύκολα βρήκαν τον Joel αυτοί που τον έψαχναν. Ναι, καταλαβαίνω. Είναι game, δεν μπορούν όλα να είναι τόσο αληθοφανείς, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να το τραβήξουν λίγο παραπάνω για να φανεί λίγο πιο αληθινό το όλο θέμα. Πέραν αυτού πραγματικά δεν μπορώ να βρω κάτι άλλο σαν κακό.
Την πρώτη φορά που έπαιξα τον τίτλο, έλεγα ότι και αυτό το τελευταίο κομμάτι του είναι κακό. Αν όχι κακό, ας πούμε αχρείαστο. Ότι είναι ένα κομμάτι που δεν μπορεί να σου δώσει κάτι παραπάνω από ό,τι σου έχει δώσει μέχρι στιγμής ο τίτλος όσον αφορά το θέμα του – που είπαμε ότι είναι το μίσος και η εκδίκηση. Έπρεπε όμως να μπει. Έπρεπε να φτάσουμε στο σημείο να δούμε τι τελικά έχασε η Ellie μην μπορώντας να ηρεμήσει τους δαίμονες της. Και αυτό δεν είναι απλά ο Joel. Είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια του ως άνθρωπος αν θέλετε, και αυτό για εμένα αυτό είναι τα μαθήματα κιθάρας. Βλέπουμε στο τέλος ότι εκτός του ότι έχασε αυτόν τον άνθρωπο από τη ζωή της, η εκδίκηση την έκανε να χάσει και κάτι άλλο που της είχε δώσει και δεν έχασε ακόμα και όταν το πήραν μακριά της. Κάτι που ίσως εγώ σαν άνθρωπος του σήμερα – και μην έχοντας περάσει κάποια Αποκάλυψη στη ζωή μου – θεωρώ πολύ καλύτερο από τα μαθήματα άμυνας ή του πως να ζήσεις στη φύση μόνος σου κτλ. Και αυτό είναι η μουσική. Είναι η τέχνη, είναι η κουλτούρα. Είναι κάτι που όταν κάποιος στο περάσει, τον θυμάσαι για πάντα, και μπορείς να πεις ότι του δίνεις έναν φόρο τιμής όταν θα παίξεις το όργανο που σου έμαθε, ή θα ζωγραφίσεις με τον τρόπο που σου έδειξε. Η Ellie όμως έχασε και αυτή τη σύνδεση με τον Joel. Έχασε μία από τις βασικές δεξιότητες που της έμαθε. Και ο τρόπος που η κάμερα κάνει focus στα κομμένα της δάχτυλα που εξαιτίας τους πλέον δεν μπορεί να παίξει κιθάρα, είναι και ένας από τους λόγους που σε κάνουν να καταλάβεις ότι τελικά το μίσος καταφέρνει μόνο να πάρει από τις ζωές μας κάτι και ποτέ να δώσει…
Αλλά μιλάμε για το The Last of Us, δε θα σε άφηνε έτσι. Εκεί μπαίνει και η τελευταία σκηνή του game, και αυτή είναι ένα ακόμα flashback. Η τελευταία ανάμνηση που έχει η Ellie από τον Joel. Το τελευταίο βράδυ πριν η Abby τον “πάρει από κοντά της”. Εκεί βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι η Abby δεν πήρε μόνο τον άνθρωπο και θετό πατέρα της Ellie, της πήρε και την ευκαιρία να τον συγχωρέσει για ότι της έκανε στο πρώτο game. Είναι το σημείο όπου μετά από καιρό γνωρίζοντας την αλήθεια, η Ellie έκατσε να ακούσει την πλευρά του Joel. Προσπάθησε να καταλάβει γιατί έκανε ότι έκανε αυτός ο άνθρωπος. Και ενώ μέσα της δεν το καταλαβαίνει πλήρως, θέλει να το καταλάβει. Θέλει να τον συγχωρέσει, αλλά δεν είναι σε θέση να το κάνει τώρα. Δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτή τη στιγμή. Θέλει να πάρει τον χρόνο της. Έρχεται όμως η επόμενη μέρα και αυτές οι τελευταίες λέξεις του Joel είναι ότι απέμεινε από αυτόν… Αυτό και τα μαθήματα κιθάρας, που πλέον της είναι άχρηστα. Και εκεί είναι που το game σου τα γυρνάει όλα, και λες τελικά νομίζω ότι αν ήμουν στη θέση της θα έκανα το ίδιο. Αλλά είναι έτσι όμως; Μάντεψε. Για ακόμα μία φορά, δεν ξέρω. Γι’ αυτό γα*άει το The Last of Us. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος έχει δίκιο. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα έκανες αν ήσουν πραγματικά στη θέση αυτών των χαρακτήρων, μέσα σε αυτόν τον κόσμο.

Αυτό γαμ*ει σίγουρα, αλλά στον δεύτερο τίτλο έχουμε και το gameplay. Πλέον δεν είναι το “παραπαίδι” του Uncharted. Εδώ έχουμε ένα game που είναι survival horror, με μία AI που έχουμε δει σε πολύ λίγους τίτλους. Μία AI που θα σε κάνει να δουλέψεις στο έπακρο όλα όσα μπορεί να κάνει ο χαρακτήρας που ελέγχεις. Και εδώ ο χαρακτήρας αυτός κάνει πολλά παραπάνω από αυτά που έκανε στο πρώτο game. Γι’ αυτό ενώ και τα δύο games είναι κάπου ψηλά στη φανταστική λίστα που έχω στο μυαλό μου, σίγουρα το δεύτερο είναι πολύ ανώτερο του πρώτου. Δεν είναι μόνο το σενάριο – που σου αλλάζει τα συναισθήματα που νιώθεις κάθε μία ώρα. Είναι και το gameplay. Είναι και η AI των εχθρών.
Εννοείται ότι είναι και τα γραφικά στο “κόλπο”. Αλλά στα τεχνικά νομίζω ότι κύριο λόγο έχουν δύο πράγματα, οι ηθοποιοί και η μουσική. Δε θα ξαναπώ για τους ηθοποιούς όμως. Τα είπα στο προηγούμενο. Και στα δύο games αυτό που βλέπεις είναι από άλλου. Για τη μουσική όμως δε θυμάμαι αν είπα. Έχουμε τρομερά θέματα από τον Santaolalla. Το πως παίζει με τις νότες, τις οποίες παρεμπιπτόντως δεν ξέρει να διαβάζει. Το πως παίζει με τα μουσικά όργανα. Την σύνθεση. Τα σημεία που θα παίξει αυτό που θα παίξει. Όλα. Είναι από άλλου! Πιάνει τον Yamaoka των πρώτων τεσσάρων Silent Hill άνετα. Δύο δημιουργοί που “έπαιξαν” με “περίεργα” όργανα, τα έβαλαν σε σημεία του κομματιού που δεν περιμένεις, και αυτό το κομμάτι με τη σειρά του, μπήκε τη στιγμή που πρέπει στον τίτλο για να προκαλέσει τα συναισθήματα που πρέπει. Αγάπη, τρόμος, μίσος κτλ. Με κομμάτια που απλά ενισχύουν αυτό που θέλει ο δημιουργός να νιώσεις εκείνη τη στιγμή. Λίγα games το καταφέρνουν αυτόν τόσο σωστά.
Ακόμα πιο λίγα games όμως έχουν όλα τα παραπάνω. Κεντρική πλοκή, κόσμος, χαρακτήρες, γραφικά, σενάριο, gameplay, AI, μουσική, ηθοποιία, art direction, εχθρούς, όλα! Όλα δουλεύουν όπως θα έπρεπε. Και γι’ αυτό αν και αγαπώ και τα δύο The Last of Us, το δεύτερο game είναι σίγουρα μέσα στην top10 λίστα μου. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και μετά από τρεις χιλιάδες πεντακόσιες λέξεις δεν έχω γράψει όλα αυτά που σκέφτομαι γι’ αυτά τα δύο games. Αλλά δε γίνεται να “πεθάνω” πάνω στο πληκτρολόγιο. Τουλάχιστον όχι ακόμα! Εσείς οι πέντε που είστε ακόμα εδώ στο κείμενο, για αρχή να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, μετά να αναφέρω ότι πιστεύω πως πάνω – κάτω έχετε καταλάβει τις σκέψεις μου γι’ αυτή τη σειρά. Πραγματικά δεν περίμενα να με κάνει την “ερωτευθώ” τόσο πολύ, αλλά να…
Τώρα ποιο είναι το μέλλον της; Δεν ξέρουμε. Σίγουρα όμως κάτι πρέπει να κάνουν αν θέλουν να σώσουν τη σειρά. Έχω αναφερθεί στη δεύτερη σεζόν δε θα τα ξαναλέω. Αυτή τη φορά το θυμάμαι σίγουρα. 😅 Θέλουμε και άλλο ένα game; Η απάντηση είναι η ίδια που έχει δοθεί και σε άλλα σημεία του κειμένου, για άλλες ερωτήσεις: πραγματικά δεν ξέρω. Το πρώτο The Last of Us από μόνο του ήταν πολύ καλό σε αυτό που έκανε, όχι τέλειο αλλά καλό. Δε χρειάζονταν άλλο. Ήρθαν όμως από την Naughty Dog και μας έβγαλαν όλους ψεύτες. Τώρα η ιστορία μετά το δεύτερο The Last of Us είναι εκεί που πρέπει να είναι. Επίσης, αυτή τη φορά είναι και το gameplay εκεί που πρέπει να είναι. Θέλουμε κάτι άλλο; Όχι. Πολύ φοβάμαι όμως ότι αν δούμε και τρίτο μέρος το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να βγούμε πάλι ψεύτες. Θα μας δείξουν από την Naughty Dog ότι τελικά και το τρίτο μέρος ήταν κάτι που έπρεπε να πάρουμε. Ή τουλάχιστον, αυτή είναι η ευχή μου για το μέλλον της σειράς… Καλή συνέχεια, καλό Σαββατοκύριακο, και τα φιλία μου!! 😘😗😙😚
ΥΓ. Όλες οι φωτογραφίες του κειμένου είναι τραβηγμένες από εμένα, από την έκδοση PC των δύο τίτλων.
